- σιδέρωμα
- το, -ατοςίσιασμα υφάσματος με το σίδερο: Αυτό το πουκάμισο θέλει σιδέρωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
ακολάριστος — η, ο αυτός που δεν έχει κολαριστεί, δεν έχει περαστεί με κόλλα πριν από το σιδέρωμα (για υφάσματα και ενδύματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κολαριστός < κολαρίζω] … Dictionary of Greek
ασιδέρωτος — η, ο αυτός που δεν έχει σιδερωθεί, που δεν έχει γίνει λείος με το σιδέρωμα … Dictionary of Greek
βαποράκι — και παποράκι, το 1. μικρό ατμόπλοιο 2. σίδερο για σιδέρωμα ρούχων, με ξυλοκάρβουνο στο εσωτερικό του … Dictionary of Greek
βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
καμπούρι — το [καμπούρης] (στη ραπτική) ξύλινο κυρτό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το σιδέρωμα τών καμπύλων μερών τών ανδρικών ρούχων … Dictionary of Greek
κολάρισμα — το [κολαρίζω] 1. η εμβάπτιση υφάσματος σε διάλυμα αμύλου, ώστε μετά το σιδέρωμα να αποκτήσει σκληρή υφή 2. ο τεχνητός διαυγασμός θολού οίνου μετά τη ζύμωση … Dictionary of Greek